Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε υπέρ τεσσάρων δημοσιογράφων οι οποίοι είχαν καταδικαστεί στη χώρα τους να καταβάλουν χρηματικά πρόστιμα εξαιτίας ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ με τη χρήση κρυφής κάμερας το 2003, στο οποίο κατήγγειλαν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στον τομέα των ασφαλίσεων, και ιδίως των ασφαλίσεων ζωής
Το δημόσιο συμφέρον μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση κρυφής κάμερας από δημοσιογράφους, έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε μια απόφασή του με την οποία καταδίκασε την Ελβετία διότι προσπάθησε να εμποδίσει την άσκηση της συγκεκριμένης πρακτικής.
Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε υπέρ τεσσάρων δημοσιογράφων οι οποίοι είχαν καταδικαστεί στη χώρα τους να καταβάλουν χρηματικά πρόστιμα εξαιτίας ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ με τη χρήση κρυφής κάμερας το 2003, στο οποίο κατήγγειλαν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στον τομέα των ασφαλίσεων, και ιδίως των ασφαλίσεων ζωής.
Οι τέσσερις δημοσιογράφοι —στους οποίους συμπεριλαμβανόταν ο τότε αρχισυντάκτης της ελβετικής γερμανόφωνης δημόσιας τηλεόρασης (SF DRS) Ούλριχ Χάλντιμαν—, είχαν διωχθεί για «ακρόαση και καταγραφή συνδιαλέξεων» χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων, εξαιτίας μιας συνομιλίας που είχαν καταγράψει με κρυφή κάμερα. Είχαν καταδικαστεί στην καταβολή προστίμων ύψους μεταξύ 120 και 4.200 ελβετικών φράγκων (116 - 3.911 ευρώ, σε τρέχουσες τιμές).
Στην απόφασή του, την πρώτη μέχρι σήμερα για το ζήτημα της χρήσης κρυφής κάμερας από δημοσιογράφους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης βασίστηκε κυρίως στη νομολογία η οποία σχετίζεται με την προσβολή της προσωπικής υπόληψης δημοσίων προσώπων. Το δικαστήριο συμπέρανε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων που προσέφυγαν σε αυτό.
«Η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ασφαλιστή (...) δεν ήταν τέτοιας βαρύτητας που να ξεπερνάει το δημόσιο συμφέρον της πληροφόρησης για τις αθέμιτες πρακτικές στο πεδίο της πώλησης ασφαλίσεων», έκρινε το ΕΔΑΔ, υπενθυμίζοντας ότι στο ρεπορτάζ το πρόσωπο και η φωνή του ενδιαφερομένου είχαν καλυφθεί και αλλοιωθεί αντίστοιχα με τεχνικά μέσα.
Εξάλλου, αν και ήταν συγκριτικά ελαφρά, τα πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν στους δημοσιογράφους μπορούσαν να «εξωθήσουν τον Τύπο να αποφεύγει να κάνει κριτική» όσον αφορά τέτοιες αθέμιτες πρακτικές, σημείωσε το Δικαστήριο.
Ακόμη, το ΕΔΑΔ ανέφερε ότι αν και οι δημοσιογράφοι έκαναν ένα ρεπορτάζ ασφαλώς «μειωτικό» για τον ασφαλιστή, ενήργησαν με «καλή πίστη», στον βαθμό που περιόρισαν τη χρήση κρυφής κάμερας, ενώ επισήμανε πως δικαιούνται να τους αναγνωριστεί «το τεκμήριο της αμφιβολίας (...) σε ό,τι αφορά τη βούλησή τους να τηρήσουν τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όπως αυτή ορίζεται από την ελβετική νομοθεσία».
Η απόφαση αυτή του ΕΔΑΔ, η οποία ανακοινώθηκε χθες, δεν είναι τελεσίδικη. Οι ελβετικές αρχές έχουν χρονικό περιθώριο τριών μηνών για να ζητήσουν, εάν το επιθυμούν, η υπόθεση να εξεταστεί από την Ολομέλεια του ΕΔΑΔ, κάτι το οποίο πάντως το Δικαστήριο δεν είναι αναγκασμένο να δεχθεί.
Το δημόσιο συμφέρον μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση κρυφής κάμερας από δημοσιογράφους, έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε μια απόφασή του με την οποία καταδίκασε την Ελβετία διότι προσπάθησε να εμποδίσει την άσκηση της συγκεκριμένης πρακτικής.
Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε υπέρ τεσσάρων δημοσιογράφων οι οποίοι είχαν καταδικαστεί στη χώρα τους να καταβάλουν χρηματικά πρόστιμα εξαιτίας ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ με τη χρήση κρυφής κάμερας το 2003, στο οποίο κατήγγειλαν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στον τομέα των ασφαλίσεων, και ιδίως των ασφαλίσεων ζωής.
Οι τέσσερις δημοσιογράφοι —στους οποίους συμπεριλαμβανόταν ο τότε αρχισυντάκτης της ελβετικής γερμανόφωνης δημόσιας τηλεόρασης (SF DRS) Ούλριχ Χάλντιμαν—, είχαν διωχθεί για «ακρόαση και καταγραφή συνδιαλέξεων» χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων, εξαιτίας μιας συνομιλίας που είχαν καταγράψει με κρυφή κάμερα. Είχαν καταδικαστεί στην καταβολή προστίμων ύψους μεταξύ 120 και 4.200 ελβετικών φράγκων (116 - 3.911 ευρώ, σε τρέχουσες τιμές).
Στην απόφασή του, την πρώτη μέχρι σήμερα για το ζήτημα της χρήσης κρυφής κάμερας από δημοσιογράφους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης βασίστηκε κυρίως στη νομολογία η οποία σχετίζεται με την προσβολή της προσωπικής υπόληψης δημοσίων προσώπων. Το δικαστήριο συμπέρανε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων που προσέφυγαν σε αυτό.
«Η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ασφαλιστή (...) δεν ήταν τέτοιας βαρύτητας που να ξεπερνάει το δημόσιο συμφέρον της πληροφόρησης για τις αθέμιτες πρακτικές στο πεδίο της πώλησης ασφαλίσεων», έκρινε το ΕΔΑΔ, υπενθυμίζοντας ότι στο ρεπορτάζ το πρόσωπο και η φωνή του ενδιαφερομένου είχαν καλυφθεί και αλλοιωθεί αντίστοιχα με τεχνικά μέσα.
Εξάλλου, αν και ήταν συγκριτικά ελαφρά, τα πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν στους δημοσιογράφους μπορούσαν να «εξωθήσουν τον Τύπο να αποφεύγει να κάνει κριτική» όσον αφορά τέτοιες αθέμιτες πρακτικές, σημείωσε το Δικαστήριο.
Ακόμη, το ΕΔΑΔ ανέφερε ότι αν και οι δημοσιογράφοι έκαναν ένα ρεπορτάζ ασφαλώς «μειωτικό» για τον ασφαλιστή, ενήργησαν με «καλή πίστη», στον βαθμό που περιόρισαν τη χρήση κρυφής κάμερας, ενώ επισήμανε πως δικαιούνται να τους αναγνωριστεί «το τεκμήριο της αμφιβολίας (...) σε ό,τι αφορά τη βούλησή τους να τηρήσουν τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όπως αυτή ορίζεται από την ελβετική νομοθεσία».
Η απόφαση αυτή του ΕΔΑΔ, η οποία ανακοινώθηκε χθες, δεν είναι τελεσίδικη. Οι ελβετικές αρχές έχουν χρονικό περιθώριο τριών μηνών για να ζητήσουν, εάν το επιθυμούν, η υπόθεση να εξεταστεί από την Ολομέλεια του ΕΔΑΔ, κάτι το οποίο πάντως το Δικαστήριο δεν είναι αναγκασμένο να δεχθεί.